- οπτιμισμός
- ο оптимизм
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
οπτιμισμός — ο 1. (φιλοσ.) α) θεωρία κατά την οποία ο υπάρχων κόσμος, ως έκφραση τής σοφίας και τής καλοσύνης τού θεού, είναι ο καλύτερος δυνατός κόσμος β) θεωρία κατά την οποία στον κόσμο τα πάντα κατ ουσίαν είναι καλά και το κακό υπάρχει μόνον στο… … Dictionary of Greek
οπτιμισμός — ο (λ. λατ.), φιλοσοφικός όρος που δηλώνει την αισιοδοξία (αντίθ. πεσιμισμός, απαισιοδοξία) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αισιοδοξία ή οπτιμισμός — Κοσμοθεωρία που δέχεται ότι ο κόσμος είναι ωραίος και καλός, όπως η ψυχική διάθεση που βλέπει τα πράγματα από την καλή τους πλευρά και ελπίζει ότι όλα θα έχουν καλό τέλος. (Φιλοσ.) Ως φιλοσοφικός όρος (optimismus, από τη λατ. λέξη optimus που… … Dictionary of Greek
αισιοδοξία — η 1. το να ελπίζει κανείς σε ένα ευνοϊκό αίσιο μέλλον 2. φιλοσοφική κοσμοθεωρία, κατά την οποία ο κόσμος βρίσκεται σε άριστη κατάσταση και το καλό εξουσιάζει σ αυτόν, οπτιμισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αισιόδοξος απόδοση στα Ελληνικά (κατά τον 19ο αι.)… … Dictionary of Greek
απαισιοδοξία — Στάση απέναντι στη ζωήπου εκφράζεται με το να αντιμετωπίζει κανείς τα πάντα από την κακή τους όψη.Λέγεται και πεσιμισμός, από τη λατινική λέξη pessimus που σημαίνει χείριστος, κάκιστος. Ως φιλοσοφική θεωρία, αντίθετα μετην αισιοδοξία (οπτιμισμός) … Dictionary of Greek